- υδροστάτης
- οη υδροστάθμη (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροστάτης — ο / ὑδροστάτης, ΝΑ τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων τού εδάφους, αλλ. υδροστάθμη μσν. είδος πυροσβεστικής αντλίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ὑδροστάτας — ὑδροστάτᾱς , ὑδροστάτης hydrostatic balance masc acc pl ὑδροστάτᾱς , ὑδροστάτης hydrostatic balance masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροστάθμη — η, Ν 1. η στάθμη του περιεχόμενου νερού σε δοχείο, λέβητα, δεξαμενή κ.ά. 2. φυσ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων υγρού που βρίσκεται σε ισορροπία και στα οποία ασκείται η ίδια πίεση 3. μικρός εξωτερικός γυάλινος σωλήνας που δείχνει τη στάθμη τού… … Dictionary of Greek
υδροστάσιο — το / ὑδροστάσιον, ΝΑ [υδροστάτης] 1. τόπος καλυμμένος από στάσιμα νερά, μικρό τέναγος 2. χώρος συλλογής νερού, δεξαμενή νεοελλ. φυσική ή τεχνητή μικρή λίμνη στην οποία εκτρέφονται ψάρια τών γλυκών νερών … Dictionary of Greek
υδροστατούμαι — έομαι, ΜΑ [υδροστάτης] (για τόπο) έχω στάσιμα, λιμνάζοντα νερά … Dictionary of Greek
υδροχωροστάθμη — η, Ν η τοπογραφική υδροστάθμη, ο υδροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χωροστάθμη] … Dictionary of Greek
υδροστάθμη — η 1. η ανώτερη επιφάνεια όγκου νερού, το ύψος του νερού σε χώρο (δοχείο, δεξαμενή κτλ.). 2. τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που λειτουργεί με νερό το οποίο ισορροπεί σε συγκοινωνούντα αγγεία, για την επίτευξη της οριζοντιότητας ή του κατακόρυφου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-stat — comb. form forming nouns with ref. to keeping fixed or stationary (rheostat). Etymology: Gk statos stationary * * * ˌstat, usu ad.+V noun combining form ( s) Etymology: New Latin stata, from Greek statēs one that causes to stand, from the stem of … Useful english dictionary